- κορακοειδης
- κορακοειδήςκορᾰκο-ειδής2похожий на ворона, вороновый
(ὄρνιθες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄρνιθες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορακοειδής — ές (ΑM κορακοειδής, ές και κορακώδης, ες) αυτός που μοιάζει με κόρακα νεοελλ. 1. αγκιστροειδής 2. φρ. «κορακοειδής απόφυση» ανατ. προεξοχή τού άνω χείλους τού οστού τής ωμοπλάτης στην οποία προσφύονται πολλοί μύες και σύνδεσμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κορακοειδῆ — κορακοειδής like a raven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορακοειδής like a raven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορακοειδής like a raven masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακοειδῶν — κορακοειδής like a raven masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
coracoides — (Del gr. korakoides, semejante a un cuervo < gr. korax, cuervo + eidos, forma.) ► adjetivo/ sustantivo femenino 1 ANATOMÍA Se aplica a la apófisis del omóplato, situada en la parte más prominente del hombro. IRREG. plural coracoides ►… … Enciclopedia Universal
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κορακοβραχιόνιος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βραχιόνιο οστό και στην κορακοειδή απόφυση τής ωμοπλάτης (α. «κορακοβραχιόνιος μυς» ο μυς που εκτείνεται από την κορακοειδή απόφυση ώς την πρόσθια επιφάνεια τού βραχιόνιου οστού β. «κορακοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek
κορακόμορφος — η, ο αυτός που έχει μορφή κόρακα, κορακοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + μορφος (< μορφή), πρβλ. ερυθρό μορφος, ταινιό μορφος] … Dictionary of Greek
κορακώδης — κορακώδης, ῶδες (Α) [κόραξ] αυτός που μοιάζει με κόρακα ή με το ράμφος του, κορακοειδής … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
υποκορακοειδής — ές, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την κορακοειδή απόφυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κορακοειδής] … Dictionary of Greek
coracoides — (Del gr. κορακοειδής, en forma de cuervo). f. Anat. apófisis coracoides … Diccionario de la lengua española